Για πόσες γενιές ακόμα θα χρειαζόμαστε βασικά μαθήματα για το περιβάλλον;
Καθ. Παναγιώτης Δημόπουλος, Πανεπιστήμιο Πατρών, Υποψήφιος Ευρωβουλευτής ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής
Μεγαλώνοντας στην Αθήνα της δεκαετίας του ‘70 η έντονη ανάπτυξη των αστικών κέντρων ήταν ήδη γεγονός, με κάποιες περιοχές να είναι αισθητά επιβαρυμένες περιβαλλοντικά. Ταυτόχρονα, η αγροτική γη οδηγούνταν σε εγκατάλειψη και μεγάλο μέρος του πληθυσμού της υπαίθρου μετακινείτο στα μεγάλα αστικά κέντρα κύρια για να υποστηρίξει την αναπτυσσόμενη βιομηχανία και τις υπηρεσίες. Τα περιβαλλοντικά προβλήματα της άναρχης επέκτασης του αστικού χώρου δεν άργησαν να γίνουν έντονα αισθητά, με την ποιότητα του αέρα να υποβαθμίζεται και τα ρέματα, ποτάμια και ακτές να καταστρέφονται, να υποβαθμίζονται ή να απειλούνται συστηματικά, με συνέπειες που τις βιώσαμε τα τελευταία χρόνια στην Μάνδρα, στο Μάτι, στην Ραφήνα και αλλού. Η επιστήμη, ήδη από τότε, εξέπεμψε ξεκάθαρα το μήνυμα για τα περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζαμε τότε και τώρα αλλά και αυτά που θα αντιμετωπίσουμε στο μέλλον. Η άγνοια για τις επιπτώσεις των πράξεων μας στο περιβάλλον δεν μπορεί να είναι δικαιολογία ούτε για την δική μου τη γενιά αλλά ούτε και για τις νεότερες.
Παρόλα αυτά, ακόμη και σήμερα, διαπιστώνουμε την ανάγκη να εξηγούμε και να τεκμηριώνουμε σχεδόν τα ίδια με αυτά που λέγαμε ήδη από τη δεκαετία του 1980 και του 1990. Νιώθω σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε, γιατί παρά τα σημαντικά θεσμικά βήματα που έχουν γίνει για την προστασία και διατήρηση του περιβάλλοντος στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, βρεθήκαμε πάλι τόσο πέρσι, όσο και φέτος να αναλύουμε την αναγκαιότητα να οικοδομήσουμε ανθεκτικά κοινωνικο-οικονομικά οικοσυστήματα, και να υποστηρίξουμε διαδικασίες πρόληψης και προστασίας. Όταν αναφερόμαστε σε οικοσυστήματα δεν εννοούμε μόνο τα φυσικά, αλλά και τα ανθρωπογενή, τα ανθρωπο-εξαρτώμενα, τα ανθρωπο-επηρεαζόμενα και όλες τις μεταβατικές τους καταστάσεις και τις αλληλεπιδράσεις τους.
Είναι αδιανόητο στην Ευρώπη του 2024 να πρέπει να τεκμηριώνουμε το γιατί απαιτείται η ενίσχυση της ανθεκτικότητας των οικοσυστημάτων και η πρόληψη των φυσικών καταστροφών. Διερωτάται κανείς γιατί τα επιστημονικά ευρήματα από έρευνες δεκαετιών που επικαιροποιούνται πλέον συνεχώς και έχουν χρηματοδοτηθεί με δημόσια χρήματα του κάθε ευρωπαίου πολίτη, δεν βρίσκουν τον στόχο τους; Γι’ αυτό υπάρχουν οι συνέπειες που ζούμε. Χωρίς δικαιολογία ότι δεν ξέραμε ή ότι ήταν το απρόβλεπτο των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Μπορεί η επιστήμη να ασκήσει εφαρμοστική πολιτική; Ναι μπορεί και με μετρήσιμα αποτελέσματα. Θα αναφέρω ένα παράδειγμα στο οποίο εμπλέκομαι ως συντονιστής από την ελληνική πλευρά: σε αντίστοιχο ευρωβαρόμετρο σχετικά με το πόσο κάθε Κράτος Μέλος έχει τεκμηριώσει την κατάσταση των οικοσυστημάτων του και των ωφελειών τους, η Ελλάδα βρισκόταν πριν μερικά χρόνια στις τελευταίες θέσεις και τώρα είναι πρώτη, μαζί με χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ολλανδία. Και πλέον μπορεί να σχεδιάζει πολιτικές παράλληλα με τα άλλα κράτη, πρωτοπορώντας και κυρίως συμμετέχοντας ισότιμα.
Πρέπει επιτέλους να περάσουμε, χωρίς χρονοτριβή και περισπασμούς, από το δήθεν πολιτικό κόστος (που συχνά αφορά σε κόστος σχέσεων συμφερόντων ολίγων) στην επόμενη φάση και να ενσωματωθούν επιχειρησιακά τα μοντέλα πρόβλεψης κλιματικών μεταβολών στον σχεδιασμό έργων και δραστηριοτήτων, αλλά και συνολικά και στον αναπτυξιακό σχεδιασμό της Ελλάδας και της ΕΕ.
Ταυτόχρονα, όλο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε ότι στον πολιτικό λόγο αμφισβητούνται τεκμηριωμένες και συμπαγείς επιστημονικές θέσεις. Για παράδειγμα, ακόμα και το αν εξελίσσεται μια ανθρωπογενώς υποβοηθούμενη κλιματική αλλαγή!
Η επιστημονική αλήθεια είναι, και πάλι, ιστορικά η λύση. Η επιστήμη δημιουργεί και ασκεί μια «σιωπηλή» διπλωματία η οποία αναμένει να γίνει πολιτικός λόγος και πράξη με βάση την κοινή γλώσσα και λογική της επιστήμης και όχι την έωλη πολιτική αντιπαράθεση με αμφίσημα επιχειρήματα και στόχο τον εντυπωσιασμό.
Η επιστήμη ούτε εντυπωσιάζεται, ούτε θέλει να δημιουργεί εντυπώσεις.
Αποτυπώνει την αλήθεια και αυτό ανησυχεί κάποιους.Οφείλουμε όμως αυτή την αλήθεια να την επικοινωνήσουμε και να την παραδώσουμε στην κοινωνία και στις επόμενες γενιές.
Αφήστε μια απάντηση